Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lawcourt
01
δικαστήριο, δικαστικό όργανο
a tribunal that is presided over by a magistrate or by one or more judges who administer justice according to the laws
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δικαστήριο, δικαστικό όργανο