Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
authorized
01
εξουσιοδοτημένος, επικυρωμένος
endowed with authority
Παραδείγματα
Only authorized personnel are allowed to access the secure facility.
Μόνο εξουσιοδοτημένο προσωπικό επιτρέπεται να έχει πρόσβαση στην ασφαλή εγκατάσταση.
The purchase was made with an authorized credit card belonging to the company.
Η αγορά πραγματοποιήθηκε με μια εξουσιοδοτημένη πιστωτική κάρτα που ανήκει στην εταιρεία.
Λεξικό Δέντρο
unauthorized
authorized
authorize
authority



























