Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lawmaker
01
νομοθέτης, βουλευτής
someone who can write or approve a law as a member of a legislative body, usually elected by people
Παραδείγματα
After years of advocacy, the bill was finally passed when a critical mass of lawmakers recognized the urgent need for reform.
Μετά από χρόνια υποστήριξης, το νομοσχέδιο τέλος ψηφίστηκε όταν μια κρίσιμη μάζα νομοθετών αναγνώρισε την επείγουσα ανάγκη για μεταρρύθμιση.
Progressives hoped to elect more like-minded lawmakers who would support bills expanding health care and workers' rights.
Οι προοδευτικοί ήλπιζαν να εκλέξουν περισσότερους ομοϊδεάτες νομοθέτες που θα υποστήριζαν νομοσχέδια για την επέκταση της υγειονομικής περίθαλψης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων.



























