Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jointly
01
κοινά, μαζί
in a way that shows shared ownership, responsibility, or obligation
Παραδείγματα
The couple jointly own the apartment they live in.
Το ζευγάρι κατέχει από κοινού το διαμέρισμα στο οποίο ζει.
All members of the board are jointly liable for the financial decisions.
Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι αλληλέγγυα υπεύθυνα για τις οικονομικές αποφάσεις.
1.1
από κοινού, μαζί
as a combined group or unit
Παραδείγματα
The two reports jointly present a comprehensive view of the crisis.
Οι δύο αναφορές παρουσιάζουν από κοινού μια ολοκληρωμένη άποψη της κρίσης.
These figures jointly account for nearly half of global emissions.
Αυτοί οι αριθμοί από κοινού αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό των παγκόσμιων εκπομπών.
Λεξικό Δέντρο
jointly
joint
join



























