Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
collectively
01
συλλογικά, κοινά
in a way that involves joint action, effort, or responsibility by all members of a group
Παραδείγματα
The employees collectively decided to go on strike.
Οι εργαζόμενοι αποφάσισαν συλλογικά να κάνουν απεργία.
We are collectively responsible for the outcome of the project.
Είμαστε συλλογικά υπεύθυνοι για το αποτέλεσμα του έργου.
1.1
συλλογικά, μαζί
in a way that involves or refers to a group as a whole
Παραδείγματα
Lions, tigers, and leopards are collectively known as big cats.
Οι λιοντάρια, οι τίγρεις και οι λεοπαρδάλεις είναι συλλογικά γνωστά ως μεγάλες γάτες.
The cities, towns, and villages are collectively referred to as the province.
Οι πόλεις, οι κωμοπόλεις και τα χωριά αναφέρονται συλλογικά ως επαρχία.
Λεξικό Δέντρο
collectively
collective
collect



























