Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
communally
01
κοινόχρηστα, συλλογικά
in a way that involves sharing or collective ownership, use, or responsibility by a group
Παραδείγματα
The villagers communally own the grazing land.
Οι χωρικοί κατέχουν συλλογικά τη βοσκοτόπι.
Resources in the commune are communally managed.
Οι πόροι στην κοινότητα διαχειρίζονται συλλογικά.
Λεξικό Δέντρο
communally
communal
commune



























