Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
jointed
01
αρθρωτός, τμηματικός
having joints, segments, or sections
Παραδείγματα
The crab 's legs, jointed and strong, allowed it to scuttle across the sand with ease.
Τα πόδια του καβουριού, αρθρωτά και δυνατά, του επέτρεπαν να τρέχει εύκολα στην άμμο.
The bamboo plant had a stalk that was flexible and jointed, making it resilient.
Το φυτό μπαμπού είχε έναν εύκαμπτο και αρθρωτό βλαστό, κάνοντάς το ανθεκτικό.
Λεξικό Δέντρο
disjointed
unjointed
jointed
joint



























