Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ardor
01
θέρμη, πάθος
deep and passionate love or affection for someone
Παραδείγματα
Her ardor for her children was evident in every loving gesture she made.
Ο ζήλος της για τα παιδιά της ήταν εμφανής σε κάθε στοργική χειρονομία που έκανε.
He spoke of his late wife with such ardor that it brought tears to my eyes.
Μίλησε για τη συντετριμμένη σύζυγό του με τέτοιο πάθος που μου έβγαλε δάκρυα.
02
πάθος, ζήλος
strong enthusiasm or passionate eagerness, often for a cause, goal, or activity
Παραδείγματα
She worked with ardor to finish the project on time.
Δούλεψε με ζήλο για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
His ardor for environmental activism inspired many volunteers.
Ο ζήλος του για τον περιβαλλοντικό ακτιβισμό ενέπνευσε πολλούς εθελοντές.



























