Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
irate
01
οργισμένος, θυμωμένος
reactively angry, almost to the point of temporarily losing self-control due to feelings of intense rage
Παραδείγματα
Road ragers risk getting into dangerous confrontations when flying into irate fits at petty driving mistakes.
Οι οδηγοί με οδική οργή κινδυνεύουν να μπουν σε επικίνδυνες αντιπαραθέσεις όταν ξεσπούν σε οργισμένες εκρήξεις λόγω μικρών λαθών οδήγησης.
The irate passengers demanded refunds and levied threats against the airline for the long delay.
Οι θυμωμένοι επιβάτες απαίτησαν επιστροφές χρημάτων και απηύθυναν απειλές κατά της αεροπορικής εταιρείας για τη μεγάλη καθυστέρηση.
Λεξικό Δέντρο
irately
irate



























