Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Irascibility
01
οξυθυμία, ευερεθιστότητα
the quality of being short-tempered
Παραδείγματα
His irascibility made it difficult for his coworkers to approach him.
Η οξυθυμία του έκανε δύσκολο για τους συναδέλφους του να τον πλησιάσουν.
She apologized for her irascibility after snapping at her friend.
Ζήτησε συγγνώμη για την οξυθυμία της αφού φώναξε στη φίλη της.



























