Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ire
01
οργή
an intense emotional state of anger felt toward someone or something that severely offended, irritated, or provoked the person
Παραδείγματα
The politician's false accusations stirred up great ire among her supporters.
Οι ψευδείς κατηγορίες του πολιτικού προκάλεσαν μεγάλη οργή στους υποστηρικτές της.
Repeated safety violations at the plant had raised the workers ' ire toward management.
Οι επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις ασφαλείας στο εργοστάσιο είχαν αυξήσει την οργή των εργαζομένων απέναντι στη διοίκηση.
02
οργή, θυμός
a potentially violent attitude or mindset that is threatening or likely to lead to conflict
Παραδείγματα
Hearing of others ' gifts only inflamed the miser 's ire and strengthened his grip on hoarded riches.
Ακούγοντας για τα δώρα των άλλων, ο τσιγκούνης μόνο ενίσχυσε την οργή του και ενίσχυσε την πίεσή του στα συσσωρευμένα πλούτη.
No amount of forgiveness could quell the assassin 's murderous ire toward his imagined enemies.
Καμία ποσότητα συγχώρεσης δεν μπορούσε να καταπραΰνει τη φονική οργή του δολοφόνου απέναντι στους φανταστικούς εχθρούς του.
Λεξικό Δέντρο
ireful
ire



























