Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Invective
01
ύβρις, προσβολή
the usage of abusive, insulting, and rude language when one is extremely angry
Παραδείγματα
His speech was filled with invective aimed at his opponents.
Η ομιλία του ήταν γεμάτη υβριστικές εκφράσεις που απηύθυναν στους αντιπάλους του.
The online comments section was flooded with invective from both sides.
Το τμήμα σχολίων στο διαδίκτυο πλημμύρισε με βρισιές και από τις δύο πλευρές.



























