Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Invalidation
01
ακύρωση, αντικρούση
the act of making or proving a belief, idea, argument, etc. wrong
Λεξικό Δέντρο
invalidation
validation
validate
valid
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακύρωση, αντικρούση
Λεξικό Δέντρο