LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Insurrectionary
/ɪnsəɹˈɛkʃənəɹi/
/ɪnsɚɹˈɛkʃənˌɛɹi/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "insurrectionary"
insurrectionary
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to or given to insurrection
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
insurrectional
insurrection
insurmountable
insurgent
insurgency
insurrectionism
insurrectionist
insusceptible
intact
intactness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App