Intactness
volume
British pronunciation/ɪntˈaktnəs/
American pronunciation/ɪntˈæktnəs/

Ορισμός και Σημασία του "intactness"

01

the state of being unimpaired

word family

intact

intact

Adjective

intactness

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store