LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Insusceptible
/ɪnsəsˈɛptəbəl/
/ɪnsəsˈɛptəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "insusceptible"
insusceptible
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not susceptible to
susceptible
word family
suscept
suscept
Noun
susceptible
Adjective
insusceptible
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
insurrectionist
insurrectionism
insurrectionary
insurrectional
insurrection
intact
intactness
intaglio
intaglio printing
intake
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App