Insusceptible
volume
British pronunciation/ɪnsəsˈɛptəbəl/
American pronunciation/ɪnsəsˈɛptəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "insusceptible"

insusceptible
01

not susceptible to

word family

suscept

suscept

Noun

susceptible

Adjective

insusceptible

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store