Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to instigate
01
υποκινώ, προκαλώ
to deliberately provoke, encourage, or initiate actions that lead to conflict, hostility, or harmful consequences
Transitive: to instigate an action or attitude
Παραδείγματα
With a calculated move, the agent planted false evidence to instigate suspicion and create chaos within the organization.
Με μια υπολογισμένη κίνηση, ο πράκτορας έστησε ψεύτικες αποδείξεις για να προκαλέσει υποψίες και να δημιουργήσει χάος μέσα στον οργανισμό.
In an attempt to gain control, the dictator used propaganda to instigate fear and suppress dissent among the citizens.
Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει έλεγχο, ο δικτάτορας χρησιμοποίησε προπαγάνδα για να προκαλέσει φόβο και να καταστείλει τη διαφωνία μεταξύ των πολιτών.
Παραδείγματα
The new policy instigated changes in the company's workflow.
Η νέα πολιτική προκάλεσε αλλαγές στη ροή εργασίας της εταιρείας.
The manager 's decision to cut costs instigated a series of employee protests.
Η απόφαση του διευθυντή να μειώσει το κόστος προκάλεσε μια σειρά από διαμαρτυρίες των εργαζομένων.
Λεξικό Δέντρο
instigation
instigative
instigator
instigate
instig



























