Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insolvency
01
αφερεγγυότητα, πτώχευση
the state or condition of not having enough money to pay one's debts
Λεξικό Δέντρο
insolvency
solvency
solve
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αφερεγγυότητα, πτώχευση
Λεξικό Δέντρο