insolvent
in
ˌɪn
ιν
sol
ˈsɑl
σαλ
vent
vənt
βαντ
British pronunciation
/ɪnsˈɒlvənt/

Ορισμός και σημασία του "insolvent"στα αγγλικά

01

αφερέγγυος, σε πτώχευση

incapable of fulfilling financial obligations due to a lack of money
example
Παραδείγματα
The company became insolvent after several poor financial decisions.
Η εταιρεία έγινε αφερέγγυα μετά από αρκετές κακές οικονομικές αποφάσεις.
He realized he was insolvent when he could n’t pay his bills.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν αφερέγγυος όταν δεν μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς του.
01

αφερέγγυος, οφειλέτης σε αδυναμία εξόφλησης

someone who has insufficient assets to cover their debts

Λεξικό Δέντρο

insolvent
solvent
solve
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store