Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insolvent
01
αφερέγγυος, σε πτώχευση
incapable of fulfilling financial obligations due to a lack of money
Παραδείγματα
The company became insolvent after several poor financial decisions.
Η εταιρεία έγινε αφερέγγυα μετά από αρκετές κακές οικονομικές αποφάσεις.
He realized he was insolvent when he could n’t pay his bills.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν αφερέγγυος όταν δεν μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς του.
Insolvent
01
αφερέγγυος, οφειλέτης σε αδυναμία εξόφλησης
someone who has insufficient assets to cover their debts
Λεξικό Δέντρο
insolvent
solvent
solve



























