Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Insolence
01
θρασύτητα, αυθάδεια
the quality of being disrespectful
02
αυθάδεια, θρασύτητα
an insulting act or treatment
Λεξικό Δέντρο
insolence
insolate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
θρασύτητα, αυθάδεια
αυθάδεια, θρασύτητα
Λεξικό Δέντρο