Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insouciant
01
αμέριμνος, αδιάφορος
having an unconcerned attitude, especially in situations where others might feel worried
Παραδείγματα
His insouciant attitude toward his homework made it clear he was n’t worried about grades.
Η αδιάφορη στάση του απέναντι στην εργασία του έκανε σαφές ότι δεν ανησυχούσε για τους βαθμούς.
With an insouciant wave, he dismissed the idea as if it were of no importance at all.
Με μια αδιάφορη κίνηση, απέρριψε την ιδέα σαν να μην είχε καμία σημασία.
Λεξικό Δέντρο
insouciant
insouci



























