Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
insoluble
01
αδιάλυτο, δεν διαλύεται
unable to be dissolved, especially in a liquid
Παραδείγματα
The sugar remained insoluble in the cold water.
Η ζάχαρη παρέμεινε αδιάλυτη στο κρύο νερό.
Despite stirring, the powder remained insoluble.
Παρά το ανακάτεμα, η σκόνη παρέμεινε αδιάλυτη.
02
άλυτος, ανεξήγητος
admitting of no solution or explanation
03
άλυτος, χωρίς ελπίδα λύσης
without hope of solution
Λεξικό Δέντρο
insoluble
soluble
solve



























