Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ingenious
01
εφευρετικός, δημιουργικός
having or showing cleverness, creativity, or skill
Παραδείγματα
The ingenious inventor devised a machine that could solve complex mathematical equations.
Ο ιδιοφυής εφευρέτης επινόησε μια μηχανή που μπορούσε να λύσει πολύπλοκες μαθηματικές εξισώσεις.
The ingenious architect revolutionized urban design with his innovative skyscraper concepts.
Ο ιδιοφυής αρχιτέκτονας επαναπροσδιόρισε τον αστικό σχεδιασμό με τις καινοτόμες ιδέες του για ουρανοξύστες.
Παραδείγματα
The engineer 's ingenious design for the bridge combined both aesthetic beauty and structural integrity.
Το ιδιοφυές σχέδιο του μηχανικού για τη γέφυρα συνδύαζε τόσο την αισθητική ομορφιά όσο και τη δομική ακεραιότητα.
The student came up with an ingenious solution to the complex math problem that impressed the entire class.
Ο μαθητής βρήκε μια ευφυή λύση στο πολύπλοκο μαθηματικό πρόβλημα που εντυπωσίασε όλη την τάξη.
Λεξικό Δέντρο
ingeniously
ingeniousness
ingenious



























