Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ingeminate
01
επαναλαμβάνω, επαναφέρω
to say, state, or perform again
02
επαναλαμβάνω άδικα, εμφανίζω προκατάληψη
not fair; marked by injustice or partiality or deception
Λεξικό Δέντρο
ingeminate
geminate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επαναλαμβάνω, επαναφέρω
επαναλαμβάνω άδικα, εμφανίζω προκατάληψη
Λεξικό Δέντρο