Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ingenuity
01
εφευρετικότητα, εφαρμοστική ικανότητα
the ability to think creatively and come up with innovative solutions to problems or challenges
Παραδείγματα
His ingenuity helped solve the complex engineering problem.
Η εφευρετικότητά του βοήθησε στην επίλυση του πολύπλοκου μηχανικού προβλήματος.
The team 's ingenuity led to a groundbreaking invention.
Η εφευρετικότητα της ομάδας οδήγησε σε μια επαναστατική εφεύρεση.
02
εφευρετικότητα, έξυπνη εφεύρεση
a clever or inventive object, tool, or mechanism created through skillful design
Παραδείγματα
The new lock is a remarkable ingenuity of modern engineering.
Η νέα κλειδαριά είναι μια αξιοσημείωτη εφευρετικότητα της σύγχρονης μηχανικής.
That water-saving gadget is a true ingenuity.
Αυτό το gadget εξοικονόμησης νερού είναι μια πραγματική εφευρετικότητα.



























