Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Indecision
01
αποφασιστικότητα, δισταγμός
a state of being unable to make a decision due to doubt or uncertainty
Παραδείγματα
His indecision about the job offer frustrated his family.
Η αποφασιστικότητά του σχετικά με την προσφορά εργασίας απογοήτευσε την οικογένειά του.
Indecision during emergencies can lead to serious consequences.
Η αποφασιστικότητα κατά τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες.
02
αποφασιστικότητα, διστακτικότητα
the trait of irresolution; a lack of firmness of character or purpose
Λεξικό Δέντρο
indecision
decision
decide



























