Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
indecisively
01
αποφασιστικά
(of a decision) in a way that is not made firmly or resolutely
Παραδείγματα
He could n't decide what TV show to watch and switched indecisively from channel to channel.
Δεν μπορούσε να αποφασίσει ποια τηλεοπτική εκπομπή να παρακολουθήσει και άλλαζε αποφασιστικά από κανάλι σε κανάλι.
He lingered indecisively outside the train station.
Κάθισε αποφασιστικά έξω από τον σταθμό του τρένου.
02
αποφασιστικά, με μη οριστικό τρόπο
(of a conclusion or result) in a way that is not final or definite
Παραδείγματα
The struggle ended indecisively.
Ο αγώνας τελείωσε αποφασιστικά.
The war continued to drag on indecisively.
Ο πόλεμος συνέχισε να τραβάει χωρίς απόφαση.
Λεξικό Δέντρο
indecisively
decisively
decisive
decide



























