LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inclement
/ɪnklˈɛmənt/
/ˈɪnkɫɪmənt/, /ˌɪnˈkɫɛmənt/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "inclement"
inclement
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανεπιεικής
used of persons or behavior; showing no clemency or mercy
clement
02
ανεπιεικής
(of weather or climate) severe
clement
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App