Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inadvertently
01
ακούσια, από απροσεξία
by accident or through lack of attention
Παραδείγματα
She inadvertently left her phone on the train.
Ακούσια άφησε το τηλέφωνό της στο τρένο.
He inadvertently revealed the surprise before the party started.
Ακούσια αποκάλυψε την έκπληξη πριν ξεκινήσει το πάρτι.
Λεξικό Δέντρο
inadvertently
advertently
...
adverse



























