Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unknowingly
01
ασυνείδητα, χωρίς να το ξέρει
in a way that occurs without someone being aware of it
Παραδείγματα
He unknowingly walked past the person he had been searching for.
Περπάτησε ασυναίσθητα μπροστά από το άτομο που έψαχνε.
She unknowingly shared false information.
Μοιράστηκε ακούσια λανθασμένες πληροφορίες.
Λεξικό Δέντρο
unknowingly
knowingly
knowing
know



























