Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unkempt
01
ατημέλητος, απεριποίητος
(of hair) not brushed or cut neatly
Παραδείγματα
His unkempt hair suggested he had just rolled out of bed.
Τα ατημέλητα μαλλιά του έδειχναν ότι μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι.
She ran a comb through her unkempt curls before heading out.
Πέρασε μια χτένα μέσα από τις ατημέλητες μπούκλες της πριν βγει.
02
ατημέλητος, απεριποίητος
(of an appearance) not washed, neat, or cared for
Παραδείγματα
After a long hike, their unkempt appearance did n't bother them; the adventure was more important.
Μετά από μια μεγάλη πεζοπορία, η ατημέλητη εμφάνισή τους δεν τους ενοχλούσε· η περιπέτεια ήταν πιο σημαντική.
The artist 's studio was a creative mess, with canvases, brushes, and unkempt papers scattered around.
Το στούντιο του καλλιτέχνη ήταν μια δημιουργική αταξία, με καμβάδες, πινέλα και ατημέλητα χαρτιά σκορπισμένα παντού.
Λεξικό Δέντρο
unkemptness
unkempt
kempt



























