Impotent
volume
British pronunciation/ˈɪmpətənt/
American pronunciation/ˈɪmpətənt/

Ορισμός και Σημασία του "impotent"

01

lacking power, effectiveness, or the ability to achieve a desired result

02

(of a male) unable to copulate

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store