Imperishable
volume
British pronunciation/ɪmpˈɛɹɪʃəbə‍l/
American pronunciation/ɪmpˈɛɹɪʃəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "imperishable"

imperishable
01

not perishable

02

enduring for a long time or indefinitely

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store