Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imperishable
01
άφθαρτος, αδιάφθορος
not perishable
02
αθάνατος, ανέκφραστος
enduring for a long time or indefinitely
Παραδείγματα
The concept of love is often seen as an imperishable force that transcends time.
Η έννοια της αγάπης θεωρείται συχνά ως μια αθάνατη δύναμη που υπερβαίνει τον χρόνο.
The imperishable nature of certain scientific principles ensures their continued study and application.
Η αφθαρσία ορισμένων επιστημονικών αρχών εξασφαλίζει τη συνεχή μελέτη και εφαρμογή τους.
Λεξικό Δέντρο
imperishable
perishable
perish



























