Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imperious
01
αυταρχικός, απολυταρχικός
having an unpleasantly proud and arrogant demeanor, displaying a demand for obedience
Παραδείγματα
The teacher 's imperious attitude was not well-received by parents, who felt she lacked understanding and empathy.
Η αυταρχική στάση της δασκάλας δεν έγινε καλά δεκτή από τους γονείς, που ένιωθαν ότι της έλειπε κατανόηση και ενσυναίσθηση.
Her imperious tone left no room for disagreement during the meeting.
Ο αυταρχικός της τόνος δεν άφησε χώρο για διαφωνία κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
imperiously
imperiousness
imperious



























