Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Imperfection
01
ατέλεια, ελάττωμα
a state of having flaws or mistakes, which make something or someone less than ideal
Λεξικό Δέντρο
imperfection
perfection
perfect
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ατέλεια, ελάττωμα
Λεξικό Δέντρο