Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imperceptibly
01
απαρατήρητα, με τρόπο αδιάκριτο
in a way that is impossible or extremely difficult to perceive or notice
Παραδείγματα
The improvements in the software occurred imperceptibly with each update.
Οι βελτιώσεις στο λογισμικό συνέβησαν απαρατήρητα με κάθε ενημέρωση.
The changes in the painting occurred imperceptibly over time.
Οι αλλαγές στον πίνακα συνέβησαν απαρατήρητα με το πέρασμα του χρόνου.
Λεξικό Δέντρο
imperceptibly
perceptibly
perceptible
percept



























