Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impartially
01
αμερόληπτα, χωρίς προκατάληψη
in a fair and unbiased way; without favoring any side or party
Παραδείγματα
The judge listened impartially to both arguments before delivering the verdict.
Ο δικαστής άκουσε αμερόληπτα και τα δύο επιχειρήματα πριν από την εκδίκαση της απόφασης.
The panel is expected to evaluate the applicants impartially, regardless of background.
Αναμένεται ότι το πάνελ θα αξιολογήσει τους αιτούντες αμερόληπτα, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους.
Λεξικό Δέντρο
impartially
impartial
impart



























