bile
bile
bi:l
μπηλ
British pronunciation
/ɪmˈə‍ʊba‍ɪl/

Ορισμός και σημασία του "immobile"στα αγγλικά

01

ακίνητος, αμετακίνητος

unable to move
immobile definition and meaning
example
Παραδείγματα
The patient remained immobile after the injury.
Ο ασθενής παρέμεινε ακίνητος μετά τον τραυματισμό.
The car was stuck in mud and completely immobile.
Το αυτοκίνητο είχε κολλήσει στη λάσπη και ήταν εντελώς ακίνητο.
02

ακίνητος, σταθερός

firmly attached or fixed so that it cannot be moved easily
example
Παραδείγματα
The bookshelf was immobile thanks to the wall brackets.
Το ράφι βιβλίων ήταν ακίνητο χάρη στα στηρίγματα τοίχου.
The old bridge piers remain immobile despite years of erosion.
Οι παλιοί πυλώνες της γέφυρας παραμένουν ακίνητοι παρά τα χρόνια διάβρωσης.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store