Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
immobile
01
ακίνητος, αμετακίνητος
unable to move
Παραδείγματα
The patient remained immobile after the injury.
Ο ασθενής παρέμεινε ακίνητος μετά τον τραυματισμό.
The car was stuck in mud and completely immobile.
Το αυτοκίνητο είχε κολλήσει στη λάσπη και ήταν εντελώς ακίνητο.
02
ακίνητος, σταθερός
firmly attached or fixed so that it cannot be moved easily
Παραδείγματα
The bookshelf was immobile thanks to the wall brackets.
Το ράφι βιβλίων ήταν ακίνητο χάρη στα στηρίγματα τοίχου.
The old bridge piers remain immobile despite years of erosion.
Οι παλιοί πυλώνες της γέφυρας παραμένουν ακίνητοι παρά τα χρόνια διάβρωσης.
Λεξικό Δέντρο
immobile
mobile



























