LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Immolate
/ɪmˈɒleɪt/
/ˈɪməˌɫeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "immolate"
to immolate
ΡΉΜΑ
01
θυσιάζω
offer as a sacrifice by killing or by giving up to destruction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App