Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
imminently
01
σύντομα, προ των πυλών
about to happen or occur very soon
Παραδείγματα
The repair work on the broken water pipe is imminently scheduled.
Η εργασία επισκευής στον σπασμένο σωλήνα νερού έχει προγραμματιστεί σύντομα.
The software update is imminently available, promising improved functionality.
Η ενημέρωση του λογισμικού είναι προσεχώς διαθέσιμη, υποσχόμενη βελτιωμένη λειτουργικότητα.
Λεξικό Δέντρο
imminently
imminent
immin



























