Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ill-treat
01
κακομεταχειρίζομαι, καταχρώμαι
to behave cruelly or harshly towards someone or something
Transitive: to ill-treat sb/sth
Παραδείγματα
The abusive husband was arrested for ill-treating his wife and children, both physically and emotionally.
Ο βίαιος σύζυγος συνελήφθη για κακοποίηση της συζύγου και των παιδιών του, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά.
Animals should never be ill-treated; they deserve to be cared for with kindness and compassion.
Τα ζώα δεν πρέπει ποτέ να κακοποιούνται· αξίζουν να φροντίζονται με καλοσύνη και συμπόνια.



























