Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ill-tempered
01
κακόκεφος, ευερέθιστος
having a bad or irritable mood
Παραδείγματα
He was in an ill-tempered mood after the long meeting.
Ήταν σε κακόκεφη διάθεση μετά τη μακρά συνάντηση.
The ill-tempered manager yelled at the staff for making small mistakes.
Ο δύστροπος διευθυντής φώναξε στο προσωπικό για μικρά λάθη.



























