Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
identified
01
ταυτοποιημένος, αναγνωρισμένος
having been recognized or determined
Παραδείγματα
The identified suspect was taken into custody by the police.
Ο ταυτοποιημένος ύποπτος συνελήφθη από την αστυνομία.
The identified problem in the system was quickly resolved by the IT team.
Το εντοπισμένο πρόβλημα στο σύστημα επιλύθηκε γρήγορα από την ομάδα πληροφορικής.
Λεξικό Δέντρο
unidentified
identified
identify



























