Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Approbation
01
έγκριση, συγκατάθεση
official approval or agreement
Παραδείγματα
The proposed policy changes received official approbation from the board of directors.
Οι προτεινόμενες αλλαγές πολιτικής έλαβαν επίσημη έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο.
Upon careful review, the committee granted their approbation to the proposed budget, recognizing its sound financial planning and allocation of resources.
Μετά από προσεκτική εξέταση, η επιτροπή έδωσε την έγκρισή της στον προτεινόμενο προϋπολογισμό, αναγνωρίζοντας τον ορθό οικονομικό σχεδιασμό και την κατανομή των πόρων.
Λεξικό Δέντρο
disapprobation
approbation
approbate
approb



























