Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
appropriately
01
κατάλληλα, επίκαιρα
in a way that is acceptable or proper
Παραδείγματα
The students behaved appropriately during the school assembly.
Οι μαθητές συμπεριφέρθηκαν κατάλληλα κατά τη διάρκεια της σχολικής συνέλευσης.
The dress was chosen appropriately for the formal event.
Το φόρεμα επιλέχθηκε κατάλληλα για την επίσημη εκδήλωση.
Λεξικό Δέντρο
inappropriately
appropriately
appropriate



























