Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hopefulness
01
ελπίδα, αισιοδοξία
a state of mind marked by wanting good things to happen
Παραδείγματα
Despite the challenges, she faced each day with quiet hopefulness.
Παρά τις προκλήσεις, αντιμετώπιζε κάθε μέρα με ήσυχη ελπίδα.
The team 's hopefulness grew after their first win of the season.
Η ελπίδα της ομάδας αυξήθηκε μετά την πρώτη τους νίκη της σεζόν.
02
ελπίδα, αισιοδοξία
full of hope
Λεξικό Δέντρο
hopefulness
hopeful
hope



























