Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hopelessness
01
απελπισία, απελπισμός
a state of mind in which one feels that there is no possibility for positive change or improvement
Παραδείγματα
After losing his job and home, he sank into a pit of hopelessness.
Μετά την απώλεια της δουλειάς και του σπιτιού του, βυθίστηκε σε ένα λάκκο απελπισίας.
The never-ending war left many civilians trapped in hopelessness.
Ο ατέλειωτος πόλεμος άφησε πολλούς πολίτες παγιδευμένους στην απελπισία.
Λεξικό Δέντρο
hopelessness
hopeless
hope



























