Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
homy
01
ζεστός, άνετος
having a feeling of home; cozy and comfortable
Homy
01
φίλος, σύντροφος
a close friend or companion, often used in casual, affectionate contexts
Παραδείγματα
What ’s up, homey? Long time no see!
Τι γίνεται, φιλαράκι ; Χρόνια και ζαμάνια!
I ’m just hanging out with my homey this weekend.
Απλά κάνω παρέα με τον φίλο μου αυτό το σαββατοκύριακο.
Λεξικό Δέντρο
homy
home



























