Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Holdup
01
ληστεία, ένοπλη ληστεία
robbery at gunpoint
02
καθυστέρηση, διακοπή
a delay or interruption, often caused by an unexpected problem or obstacle
Παραδείγματα
There was a holdup at the airport due to security checks.
Παρουσιάστηκε μια καθυστέρηση στο αεροδρόμιο λόγω ελέγχων ασφαλείας.
The project was delayed because of a holdup in the delivery of materials.
Το έργο καθυστέρησε λόγω μιας καθυστέρησης στην παράδοση των υλικών.



























