Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hobo
01
αλήτης, αστέγαστος
a vagrant
02
περιπλανώμενος εργάτης, εποχικός εργάτης
a worker who moves around and works temporarily in different places
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αλήτης, αστέγαστος
περιπλανώμενος εργάτης, εποχικός εργάτης